αναστεναγμός — ο (Μ ἀναστεναγμός) ο στεναγμός, αναστέναγμα … Dictionary of Greek
αγκομάχημα — και αγκομαχητό, το [αγκομαχώ] 1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα 3. αναστεναγμός … Dictionary of Greek
αναστέναγμα — το ο αναστεναγμός* … Dictionary of Greek
αχός — ο 1. ήχος, βοή 2. υπόκωφος ήχος 3. ήχος φλογέρας ή άλλου οργάνου 4. αναστεναγμός («αναστενάζω, βγαίνει αχός, και μέσα μένει ο πόνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αχώ < ηχώ] … Dictionary of Greek
βαρυστέναγμα — το ο βαθύς αναστεναγμός … Dictionary of Greek
καρδιοαναστέναγμα — καρδιοαναστέναγμα, τὸ (Μ) βαθύς αναστεναγμός … Dictionary of Greek
μικροστεναγμός — μικροστεναγμός, ὁ (Μ) μικρός ή σιγανός αναστεναγμός … Dictionary of Greek
μυχμός — μυχμός, ὁ (Α) αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός] … Dictionary of Greek
ξεφύσημα — το [ξεφυσώ] 1. ορμητική έξοδος αέρα από το στόμα ή από το στόμιο ενός αντικειμένου («το ξεφύσημα τής ατμομηχανής») 2. δυσκολία στην αναπνοή μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχητό, λαχάνιασμα 3. βαθύς αναστεναγμός 4. (κατ ευφημ.) πορδή … Dictionary of Greek
στεναγμός — ο, ΝΜΑ [στενάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στενάζω, αναστεναγμός … Dictionary of Greek